- διαφιλοτιμηθέντες
- διαφιλοτιμέομαιstrive emulouslyaor part mp masc nom/voc plδιαφιλοτῑμηθέντες , διαφιλοτιμέομαιstrive emulouslyaor part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.